ανατος

ανατος
    ἄνατος
    ἄν-ᾱτος
    2
    1) не понесший ущерба или наказания, не пострадавший
    

(τινι Aesch. и τινος Soph.)

    2) безобидный, безвредный
    

(πρᾶγμα Aesch.)

    3) не обусловленный преступлением, т.е. незаслуженный
    

(φυγή Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανατος" в других словарях:

  • άνατος — ἄνατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά 2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άτη < αάω «βλάπτω». ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί] …   Dictionary of Greek

  • ἄνατος — ἄνᾱτος , ἄνατος unharmed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνατον — ἄνᾱτον , ἄνατος unharmed masc/fem acc sg ἄνᾱτον , ἄνατος unharmed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anatidae —   Anatidae …   Wikipedia Español

  • αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] …   Dictionary of Greek

  • ανατεί — ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) [άνατος] επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί …   Dictionary of Greek

  • ἄνατα — ἄνᾱτα , ἄνατος unharmed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνατε — ἄνᾱτε , ἄνατος unharmed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνατοι — ἄνᾱτοι , ἄνατος unharmed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»